Αρμονικά ενταγμένη στο βραχώδες ανάγλυφο της περιοχής βορειοδυτικά από τη Μεγαλόπολη και νότια από τη Δημητσάνα, η Καρίταινα (Καρύταινα, η παλαιότερη ονομασία της) Αρκαδίας συγκαταλέγεται στους τόπους εκείνους του Μοριά που κατάφεραν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο διάβα των αιώνων.
Πετρόχτιστα σπίτια με κεραμοσκεπές, γραφικά καλντερίμια και παλαιές εκκλησίες συνθέτουν την εικόνα του παραδοσιακού αρκαδικού οικισμού, ο οποίος κατέχει σύμφωνα με μια εκδοχή τη θέση της αρχαίας Βρένθης, διαδραμάτισε δε σημαντικό ρόλο επί Φραγκοκρατίας (βαρονία της Καρύταινας) και Tουρκοκρατίας.
Το κάστρο της Καρίταινας, από τα πλέον αξιόλογα ολόκληρης της Πελοποννήσου, χρονολογείται από τα μέσα του 13ου αιώνα, με την κατασκευή του να αποδίδεται στη φράγκικη οικογένεια ντε Mπριέλ (Μπρυγέρ).
Σχεδιαστική απεικόνιση του κάστρου της Καρίταινας
Στους κατοπινούς αιώνες το κάστρο-σύμβολο της Καρίταινας γνώρισε την κυριαρχία των Βυζαντινών, των Τούρκων και των Βενετσιάνων.
Κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 είχε εγκατασταθεί σε αυτό ο Θεόδωρος Kολοκοτρώνης.
Kάτω από τα τείχη του κάστρου βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας.
Από την άποψη των θρησκευτικών μνημείων της Καρίταινας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο ναός της Zωοδόχου Πηγής, με εξαιρετικό καμπαναριό, και το εκκλησάκι του Aγίου Nικολάου.
Το ενδιαφέρον των επισκεπτών της Καρίταινας συγκεντρώνει δικαιολογημένα το τοξωτό γεφύρι του Αλφειού, μαζί με τον εφαπτόμενο σε αυτό ναΐσκο της Παναγίας.
Τη στενή σχέση των Κολοκοτρωναίων, μιας από τις παλαιότερες οικογένειες κλεφτών του Μοριά, με την Καρίταινα φανερώνει το ακόλουθο κλέφτικο τραγούδι, το οποίο αναφέρεται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1806, όταν ο σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι για την εξόντωση των κλεφτών της Πελοποννήσου και της Στερεάς:
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ’ αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται της γης να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια».
Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
«Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ’, στον τόπο σου, Νικήτα στο Λοντάρι,
εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου,
ν’ αφήκω τη διαθήκη μου και τες παραγγολές μου,
τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω».
Θοδωράκης: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Γιώργος: πρώτος εξάδελφος του Κολοκοτρώνη
Νικήτας: Σταματελόπουλος ή Νικηταράς
Λοντάρι: Λεοντάρι, χωριό της Αρκαδίας
παραγγολές: παραγγελίες
*Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Καρίταινα Αρκαδίας, με το εντυπωσιακό κάστρο της σε δεσπόζουσα θέση (πηγή: Δήμος Μεγαλόπολης).